- νειλοθερής
- νειλοθερής, -ές (Α)1. ο καμμένος, ο μελαψός από τον ήλιο και τον αέρα τής χώρας τού Νείλου, τής Αιγύπτου2. (κατ' άλλ. ερμ.) αυτός που γεννήθηκε, που βλάστησε στη χώρα τού Νείλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Νεῖλος + -θερής (< θέρος), πρβλ. ηλιο-θερής].
Dictionary of Greek. 2013.